- προέγκλιμα
- προέγ-κλῐμα, ατος, τό, dub. sens. in Vett.Val.354.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προεγκλίματι — προέγκλιμα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)